δεξιῷ — δεξιάζω approve fut opt act 3rd sg δεξιός on the right hand masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώ — δεξιός on the right hand masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιῶι — δεξιῷ , δεξιάζω approve fut opt act 3rd sg δεξιῷ , δεξιός on the right hand masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
десныи — (285) пр. 1. Правый, с правой стороны находящийся: донесъше тѣло ѥго положиша ѥ въ манастыри… || …на деснѣи странѣ цр҃кве ЖФП XII, 41б–в; поставиша ˫а надъ землею на деснѣи странѣ. СкБГ XII, 19в; ѥлико хотѩщеи ц(с)ре||ви покоритис˫а. и патриархѹ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ENSIS — I. ENSIS Ordo eq. in Cypro, a Guidone Lusiniano, qui a Richardo I. Angliae Rege insulam emerat, A. C. 192. institutus. Cuius insigne, Ensis argenteus, cum lemmate, Securitas regni. Primum equitem creavit Almericum fratrem, et 300 regni Barones, A … Hofmann J. Lexicon universale
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… … Dictionary of Greek
εφεδράζω — ἐφεδράζω (Α) [εφέδρα] 1. στηρίζω, ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.) 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
περιτρίβω — ΜΑ τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.) μσν. τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.) αρχ. 1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek